ηχώ

ηχώ
Φαινόμενο ανάκλασης του ήχου, κατά το οποίο ένας ήχος ακούγεται επαναλαμβανόμενος ακόμα και πολλές φορές –ολόκληρος ή ένα μέρος του– ορισμένο χρόνο μετά τη στιγμή της εκπομπής του. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται όταν o ήχος –ο οποίος διαδίδεται με τη μορφή κυμάτων πύκνωσης και αραίωσης στον αέρα, σε ένα άλλο μέσο που περιβάλλει την πηγή– συναντά στη διαδρομή του εμπόδιο που είναι ικανό να ανακλάσει αυτά τα κύματα. Για να ακουστεί ο ανακλώμενος ήχος χωριστά από τον πρώτο ήχο που εκπέμπει η πηγή, πρέπει το χρονικό διάστημα μεταξύ της στιγμής τερματισμού της εκπομπής και της στιγμής που o ανακλώμενος ήχος φτάνει μέχρι το αφτί μας να είναι της τάξης του δεκάτου του δευτερολέπτου. Αυτό σημαίνει ότι, εφόσον η ταχύτητα του ήχου στον αέρα είναι περίπου 330 μ./δευτ., η ανακλώσα επιφάνεια θα βρίσκεται σε απόσταση τουλάχιστον 17 μ. (στον υπολογισμό πρέπει να ληφθεί υπόψη και η διπλή διαδρομή που διανύει o ήχος). Για διαμήκεις ήχους (δισύλλαβα κλπ.) η απόσταση θα πρέπει να είναι αρκετά μεγαλύτερη για να δημιουργηθεί πολλαπλή η. Συνεπώς, για να ακουστεί πολλές φορές ένας μόνο πρωτεύων ήχος που εκπέμπεται από την πηγή, πρέπει να υπάρχουν δύο παράλληλες και επίπεδες επιφάνειες τοποθετημένες σε κατάλληλη απόσταση. Ένα κοινό παράδειγμα πολλαπλής η. που προσφέρεται από τη φύση είναι το παράδειγμα του κεραυνού: ο ξηρός και βραχύς ήχος της ατμοσφαιρικής εκκένωσης ανακλάται πολλές φορές στη Γη και στην επιφάνεια των νεφών και φτάνει στο αφτί μας με τη μορφή συνεχούς ήχου, στον οποίο δεν διακρίνονται οι διαδοχικές ανακλάσεις. Όσον αφορά τους κλειστούς χώρους, το φαινόμενο της η. είναι ιδιαίτερα επιζήμιο, γιατί μειώνει σημαντικά τις ακουστικές ιδιότητες του χώρου. Πρέπει λοιπόν να αποφεύγεται η ανάκλαση του ήχου ή να γίνεται όσο το δυνατόν ασθενέστερη ώστε να μη διαταράσσει την απευθείας λήψη.
* * *
(I)
η (AM ἠχώ, Α και δωρ. τ. ἀχώ)
η επανάληψη ήχου από ανάκλαση τών ηχητικών κυμάτων, αντήχηση, αντίλαλος, αντιβούισμα
2. (ως κύρ. όνομα) Ηχώ
η προσωποποίηση τού αντίλαλου, στους αρχαίους μυθικό πρόσωπο, νύμφη τών πηγών και τών δασών
νεοελλ.
μτφ.
1. η πιστή επανάληψη ή μίμηση τών λεχθέντων ή γραφέντων από κάποιον άλλο
2. το ίδιο το άτομο που επαναλαμβάνει ή μιμείται («είναι η ηχώ τής κυρίας της»)
αρχ.
1. ήχος, κρότος, βοή
2. φωνή, κραυγή
3. φήμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηχή].
————————
(II)
(AM ἠχῶ, -έω, Α και δωρ. τ. ἀχῶ)
1. παράγω ήχο, κροτώ, βουίζω
2. μτφ. ακούομαι, αντηχώ, γίνομαι αντιληπτός, γίνομαι αισθητός («λόγια γλυκά... που ηχούνε στην καρδιά σου», Λασκαρ.)
νεοελλ.
μτφ. έχω μια ορισμένη απήχηση, δημιουργώ μια ορισμένη εντύπωση, βρίσκω ορισμένη υποδοχή («οι λόγοι του δεν ήχησαν καλά»)
μσν.-αρχ.
(μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει («τὴν κιθάραν ἤχησεν», Διγ. Ακρ.)
αρχ.
(μέσ. με δοτ.) ἠχοῡμαι τινι
εξυμνώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηχή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἠχῶ — Ἠχώ fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Ἠχώ fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηχώ — ηχώ, ήχησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Ἠχώ — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠχώ — echo fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠχῶ — ἠχέω sound pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἠχέω sound pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἠχώ echo fem acc sg ἠχώ echo fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηχώ — ησα, αμτβ. 1. παράγω ήχο, βουίζω: Ήχησε η σάλπιγγα. 2. μτφ., αφήνω απήχηση, δημιουργώ εντύπωση, ακούομαι ευχάριστα ή δυσάρεστα: Τα λόγια του ήχησαν άσχημα. η ώς (μόνον στον εν.), αντίλαλος, φαινόμενο που οφείλεται στην ανάκλαση του ήχου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἤχῳ — ἤ̱χῳ , ἦχος sound masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἠχοῦς — Ἠχώ fem nom/voc pl Ἠχώ fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠχοῦς — ἠχώ echo fem gen sg ἠχώ echo fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Эхо в мифологии — (Ήχώ) в греческой мифологии нимфа, олицетворение эха, отдающегося в горах и ущельях. По одному из рассказов, нимфу Э. полюбил Пан, но так как она предпочла ему Сатира, то Пан, оскорбленный отказом, вооружил против нее пастухов, которые растерзали …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”